Dictionary of Greek. 2013.
φάσκα — τὸ, ΜΑ, και φάσχα Μ το Πάσχα («τὸ Πάσχα ὅπου λέγομεν ἡμεῑς οἱ Εβραῑοι λέγουσι τὸ Φάσχα», Δαμάσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. Πάσχα] … Dictionary of Greek